- στηλογραφίᾳ
- στηλογραφίᾱͅ , στηλογραφίαmikhtamfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στηλογραφία — στηλογραφίᾱ , στηλογραφία mikhtam fem nom/voc/acc dual στηλογραφίᾱ , στηλογραφία mikhtam fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλογραφία — ἡ, ΜΑ [στηλογραφῶ] μσν. το στηλογράφημα* αρχ. (ιδίως σχετικά με ψαλμούς) επιγραφή σε στήλη … Dictionary of Greek
στηλογραφίας — στηλογραφίᾱς , στηλογραφία mikhtam fem acc pl στηλογραφίᾱς , στηλογραφία mikhtam fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλογραφίαν — στηλογραφίᾱν , στηλογραφία mikhtam fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλογραφιῶν — στηλογραφία mikhtam fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλογραφίαις — στηλογραφία mikhtam fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Псалтирь — Разворот Хлудовской псалтыри (9 век) с изображением сочинителя царя Давида, играющего на арфе (псалтерии) и побеждающего диких животных и врагов Псалтирь, Псалтырь (от … Википедия
стопописание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. στηλογραφία) надпись на столбе или на памятнике… … Словарь церковнославянского языка
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
στηλογραφικός — ή, όν, Μ [στηλογραφία] ο γραμμένος ή τυπωμένος σε στήλη ή αυτός που δίνει την εντύπωση ότι είναι γραμμένος σε στήλη … Dictionary of Greek